- ου!
- (επιφών.), δηλώνει περίπαιγμα, αηδία, ειρωνεία, αποδοκιμασία: Ου! δεν ντρέπεσαι. – Ου! μας σκότισες. – Ου! να χαθείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.